Το όνομα μου είναι Ευριδική. Σαν μια σύγχρονη storyteller αφηγούμαι ιστορίες από το παρελθόν μέσα από εικόνες, βίντεο και λέξεις. Ιστορίες που προκαλούν ένα συναίσθημα , μια μετακίνηση και φέρουν μνήμες που όλοι έχουμε στο παρόν. Σήμερα θα σας αφηγηθώ μια ιστορία για ένα παράπονο που καλλιεργήθηκε από χέρια γυναικών, διηγήθηκε από αυτί σε αυτί, σαν μεγάλο μυστικό, στις επόμενες γενιές δημιουργώντας μια αλυσιδωτή ερώτηση, ένα μεγάλο γιατί. Τα ερωτηματικά και τα γιατί με οδηγήσαν στο μονοπάτι των ριζών μου, απλωμένες νήσοι σε μια απέραντη ιστορία που θυμίζει τη θάλασσα. Αναζητώντας το δικό μου παρελθόν, ανακαλύπτω τα κομμάτια εκείνα που ιχνογραφούν την δική μου Παγγαία, κάτι σαν την ταυτότητα μου. Eνα μεγαλόπνοο ταξίδι με φάρους γυναίκες, όχι σπουδαίες και τέλειες, μα τρωτές, αληθινές, σύμβολα της πραγματικότητας. Η ιστορία τους χαρτογραφεί σημαντικά στοιχεία του παρελθόντος στη ζωή μιας γυναίκας ,εμφανίζει σκληρές αντιθέσεις αλλά και ομοιότητες, φανερές και κρυπτογραφημένες πια στη νέα δομή της κοινωνίας μας. Υπάρχουν κάποιες ανώνυμες ιστορίες μέσα στις οποίες ο καθένας μας μπορεί να δει και να ακούσει ένα κομμάτι του. Αυτές οι ιστορίες ανώνυμων ανθρώπων ίσως συνθέτουν αυτές τις επώνυμες ιστορίες που έχουν ειπωθεί σε μύθους, τραγούδια και έχουν γραφτεί σε σελίδες, γράμματα και βιβλία.
Η δική μας ιστορία ξεκινά στα μέσα του 20ου αιώνα, στο νησί της Λέρου και ακολουθεί μια γυναικεία φιγούρα που γεννιέται σαν πρώτο παιδί στην οικογένεια 2 αγόριων και 2 κορίτσιων. Η Γιαγιά μου η Ελένη γεννήθηκε και έζησε στην Λέρο μέχρι και τα 17 της χρόνια. Στο πρόσωπο του πατέρα της, ένας άνθρωπος ταξιδεμένος και ταλαιπωρημένος καταπιάνεται με την ψαροσύνη (ψαράς) κάνει οικογένεια αργότερα, όπως πρέπει, όντας ναύτης που μπάρκαρε συχνά εκτός του νησιού. Ερωτεύτηκε τη γυναίκα του εκείνη, που άφησε τον τόπο της για να τον ακολουθήσει στα 15 της και να κάνει οικογένεια από νωρίς, όπως πρέπει. Η μητέρα της φορά πάντα μια μαύρη μαντήλα έχει κουρασμένα χέρια που δεν ξέρουν το χάδι και την αγκαλιά, δεν γνώρισε γράμματα μα πίστευε στον Θεό και στα μεγάλα μυστικά των άλλων. Είχε μάθει να αγαπά και να φροντίζει με τον δικό της τρόπο, ο φόβος για το ξένο, την αλλαγή και το θάρρος την έκανε σκληρή.
Το πρώτο παιδί, το δυνατό της παιδί η Ελένη. Στα 7 του χρόνια γίνεται μάνα των μικρότερων αδελφών της, ανεβαίνει στο σκαμνί και ζυμώνει απαλά με τα χεράκια της, δένει πάνω της τις στάμνες και φέρνει βόλτα ολόκληρο το σπίτι. Τις έλεγε πως έπρεπε να σκληρύνει από μικρή για να μάθει τι είναι γυναίκα. Βιώματα, παρακαταθήκες που την έθρεψαν στην κοιλιά της μητέρας της από όταν ήταν μωρό. Την ημέρα που η μητέρα της φέρνει στη ζωή το τελευταίο παιδί στο σπιτι τους, η μικρή Ελένη, μόλις 8 ετών, αντικρίζει τη γέννα. Καθαρίζει τα βαμμένα με αίμα σεντόνια, νιώθει τον πόνο στο πρόσωπο της μητέρας της και ακούει τις κραυγές του τοκετού. Κάθεται στα δύο της γόνατα και προσεύεχεται το μωρό να είναι κορίτσι. Μια αδελφή, τι θαύμα να μοιράζεσαι το ίδιο παράπονο με μια αδελφή. Μαθαίνει τα γράμματα και πάει σχολείο σχεδόν κρυφά αφού τελειώσει τις δουλειές του σπιτιού. Σαν μια συμφωνία που έκαναν από βραδύς μάνα και κόρη, συναλλαγματική, αν δεν ετοιμάσεις το φαγητό μην σκεφτείς να βγεις από το σπίτι. Σταματά το σχολείο αφού ολοκληρώσει το δημοτικό. Όσο μεγαλώνει κρύβει τα ξανθά μαλλιά της κάτω απο μαντήλες, δένει το στήθος της με πανιά για να μην φαίνεται και αρνείται την θηλυκότητα της. Τα αδέρφια της την παρακολουθούν στο νησί, στα στενά και στο κρυφτό γίνονται τα μάτια της μητέρας της. Θυμίζει την ιστορία μιας σύγχρονης Μήδειας, μιας μητέρας που προσπαθεί να προστατέψει τα παιδιά της από τα δικά της τέρατα και φόβους, περιορίζοντας τα σε αυτό που εκείνη θεωρεί ασφαλές, γνώριμο και σωστό. Έτσι, την εκθέτει σε μια δύσκολη πραγματικότητα για να μπορέσει να επιβιώσει. Προτιμά να της φέρεται με σκληρό τρόπο όπως μεγάλωσε και εκείνη. Η ίδια ρίχνει τους σπόρους για το παράπονο που θα καλλιεργηθεί σε ένα παιδί που γίνεται γυναίκα.
Αυτό είναι, Γυναίκα, αμόλυντη και καθαρή. Συνετή και ήσυχη. Η γειτονιά την βλέπει να τινάζει και να απλώνει τα λευκά της προικιά στα σχοινιά της αυλής μόλις 12 χρονών. Μαθαίνει το κοινό μυστικό που μοιράζονται όλες οι γυναίκες μια φορά τον μήνα. Τώρα δεν είναι πια παιδί. Αν «χαλάσεις» πριν το γάμο, ποιος θα είναι εκείνος που θα σε κάνει γυναίκα του;. Κορίτσια που κάθονται στις βρύσες του χωριού στήνουν πηγαδάκια και συζητούν για ραβασάκια. Από αυτί σε αυτί γελούν και περιμένουν την γιορτή του Αι-Γιαννιού να πιουν νερό για να τους φανερωθεί στον ύπνο τους εκείνος που θα τους πάρει. Ναυτικοί και στρατιώτες, αυτοί που ταξιδεύουν πολύ και έρχονται από μακριά. Ένα γράμμα, ένα όνομα αντρικό αυτός που θα τις πάρει από το πατρικό τους σπίτι. Αυτό ήταν το πεπρωμένο τους, το σωστό να γίνει και το περίμεναν σαν κάθε τι άλλο. Κοιτάχτηκαν από μακριά, γέλασαν λίγο, εκείνος της είπε το όνομα του. Από εκείνη την στιγμή προσευχόταν για ένα γράμμα, να έρθει στα χέρια της. Αυτό το γράμμα γίνεται το εισιτήριο για την ελευθερία της. Το μετέφερε η ξαδέρφη της σαν φυλαχτό. Από τον Γιώργο στην Ελένη με αγάπη και μια φωτογραφία του από το πολεμικό ναυτικό. Ήταν το μεγάλο της μυστικό και τα μυστικά των κοριτσιών αν δεν πήγαινε κάτι στραβά δεν τα μάθαινε κανένας. Τα όνειρα, τους φόβους και τον έρωτα ήξεραν να τα κρύβουν καλά κάτω από τις μαντήλες τους ακόμη και αν ήταν ξυπόλυτες. Ήταν ο λόγος που έμεναν ξάγρυπνες και ονειρευόντουσαν μια άλλη ζωή, μακριά από το νησί. Υπήρχε κάτι που τις ένωνε, ίσως το βαθύ ριζωμένο παράπονο που τις ξεχώριζε από το άλλο φύλο, από τον πατέρα και τον αδερφό. Κάτω από τα καθαρά σεντόνια και τα προικιά τους στήνανε θέατρο με εκείνες πρωταγωνίστριες σε έναν κόσμο που έχει γραφτεί από άντρες. Κι όμως είναι αυτές που φέρουν την συνέχεια, όπως και το παράπονο, το καλλιεργούν, το θρέφουν, το εγκυμονούν στα σπλάχνα τους μέχρι που να είναι έτοιμες να το γεννήσουν, να το παραδόσουν. Το γράμμα λοιπόν πέφτει στα χέρια της μητέρας της, της το διαβάζει η ίδια αφού εκείνη δεν ήξερε γράμματα. Ελένη θα βρεθούμε στην εκκλησία μετά την Ανάσταση. Σε είπε αγάπη μου; Αν δεν μου το διάβασεις στα αλήθεια θα πω στην γειτόνια να μου το διαβάσει. Αν σας δουν μαζί θα πρέπει να γίνεις δική του πριν «χαλάσεις». Βάζουν σε σειρά τα προικιά και μετρούν την τιμή της. Την επόμενη μέρα κιολας, ο Γιώργος ζητά το χέρι της. Αφού τους είδαν μαζί, είναι πια δική του.
Ένα σετ από χρυσά σκουλαρίκια, ένα μπαούλο με τέσσερα καλά σεντόνια και δύο κεντημένες μαξιλαροθήκες, ένα κάδρο, δύο καλά πουκάμισα, μια ραπτομηχανή, ένα σιδερένιο κρεβάτι και μερικές δραχμές που είχε μαζέψει ο πατέρας της από το τελευταίο του ταξίδι. Όλα της τα υπάρχοντα σε μια τσάντα και ένα ζευγάρι γοβάκια σαν αυτά που φορούσαν οι κυρίες. Ήταν μόλις 16 ετών έτοιμη να αρραβωνιαστεί έναν άνδρα που είχε δει λίγες μόνο φορές. Και να τώρα, ήρθε η στιγμή οι άλλοι να κρίνουν την τιμή και την καθαρότητα της. Όπως συνηθίζονταν, οι γυναίκες μαζεύονται στο πατρικό της σπίτι να μετρήσουν και να πλύνουν τα προικιά της. Μοιάζει σαν μια ιεροτελεστία που τραγουδούν λόγια λυπηρά, φεύγει η κόρη από το σπίτι, να γίνει σύζυγος, γυναίκα. Θυμίζει μύηση σε μια νέα ζωή. Της παραδίδουν όσα έλαβαν και οι ίδιες από τις παλιές τους. Της μαθαίνουν να μην παραπονιέται και να κρύβει τα μυστικά της.
Έτσι λοιπόν μέσα σε λίγους μήνες, 2 γράμματα και 4 καρτ-ποστάλ, η Ελένη φεύγει για πρώτη φορα από το νησί της και φτάνει στο Κεραμίδι Πηλίου, ένα φτωχικό ψαροχώρι που βλέπει θάλασσα, στο πατρικό σπίτι του Γιώργου. Της ρίχνουν πικροδάφνες κατά την άφιξη της, καλωσορίζοντας την ξένη από το νησί. Εκεί γνωρίζει για πρώτη φορά την οικογένεια του, κυριευμένη από φόβο για το ξένο δεν μιλάει, δεν ξέρει πως να φερθεί, τι είναι σωστό και τι λάθος να πει στον κόσμο έξω από τον κόσμο της. Είναι μόνη. Έχουν δώσει λόγο πια μα δεν επιτρέπει στον αρραβωνιαστικό της να την αγκαλιάσει, να την φιλήσει ή να κοιμηθούν μαζί, φοβάται τον έρωτα μην την χαλάσει. Ο Γιώργος, ως πρωτότοκος γιός, όπως γινόταν θα πρέπει να παντρέψει πρώτα την αδελφή του. Χωρίς προίκα και υπάρχοντα, ζητά από την Ελένη μερικές δραχμές για να προικίσει πρώτα την τιμή της οικογένειας του. Πριν ακόμη γίνει ο γάμος μπαρκάρει για τα ξένα και εκείνη επιστρέφει πίσω στο νησί της για τελευταία φορά με άδεια χέρια και συναισθήματα ανακατεμένα από τη θάλασσα. Πριν πατήσει στεριά η μητέρα της, ντύνει τον λαιμό της Ελένης με χρυσαφικά και της δίνει να κρατήσει μερικά δώρα σαν αυτά που θα της έδινε η οικογένεια του. Όλα αυτά για να μην μάθει κανείς πως έφτασε στο νησί άπροικη, με άδεια χέρια από την οικογένεια του γαμπρού. Τι θα πει ο κόσμος; Η υπόληψη τους ήταν σημαντική και η μητέρα της κάνει τα πάντα για να μην ατιμάσει την εικόνα τους. Η Ελένη κάνει τον σταυρό της, κρατά καλά το μυστικό της, θάβει το παράπονο και προσεύχεται να γυρίσει εκείνος να την πάρει.
Ύστερα από κάποιους μήνες, φτάνει το γράμμα από τον Γιώργο. Εκείνη φεύγει από το νησί με όλη της τη ζωή σε ένα μπαούλο. Φορά λευκά και παντρεύεται τον ίδιο και την οικογένεια του σε έναν διπλό γάμο, που μοιράζεται με την αδερφή του. Είναι πια μια ξένη σε ένα σπίτι με ένα δωμάτιο και 3 γενιές γυναικών. Μεγαλώνει πια αντι τα αδέρφια της τον άντρα της, από αγόρι σθεναρό τον κάνει άντρα σύζυγο. Στα μάτια της πεθεράς της αντικρίζει την μητέρα της, το ίδιο αγαθά και σκληρά ταυτόχρονα όπως τα έμαθε μια ολόκληρη ζωή, τα ίδια παράπονα, οι ίδιες λέξεις και μυστικά, οι ίδιοι μεγάλοι σταυροί και οι βαριές κουβέντες με κλειστά παράθυρα και πόρτες. Την φωνάζει μάνα και εκείνη την κοιτά σαν ξένη. Κάπως έτσι περνούν μήνες μετά τον γάμο και αρχίζει να ακούει ψίθυρους των άλλων που μιλούν για εκείνη. Προσεύχεται να φέρει στη ζωή το πρώτο τους παιδί. Τι γυναίκα είναι αν δεν μπορεί να γίνει μάνα. Ο ρόλος της αυτός που της προσδίδει ίδια η φύση, το σώμα της που είναι έτοιμο να φροντίσει, δεν υπακούει στα κρυφά τάγματα του γάμου και των εθίμων. Καμία από εκείνες τις γυναίκες που ψιθύριζαν δεν είδε στα μάτια της πως ήταν ήδη μάνα. Μεγάλωσε τα αδέρφια της, τον άντρα της και τώρα τα παιδιά της. Πριν να μάθει την αλφάβητα για τον εαυτό τής, έφτιαχνε φαγητό για τους άλλους. Έτσι εφερε στη ζωή δύο κορίτσια, τι θαύμα και αυτό να μοιράζεσαι το ίδιο παράπονο και πεπρωμένο με δύο κόρες. Πλέκει την αλυσίδα δίνοντας τα ονόματα της μητέρας και της πεθεράς της.
Η Ελένη γεννήθηκε μάνα και μεγάλωσε φροντίζοντας άλλους. Τάισε με τα κομμάτια της τους ανθρώπους της ακόμη και αν δεν περίσσευε κάτι για εκείνη. Καθώς λοιπόν η ζωή την μεγάλωνε συγκρούστηκαν τα παλιά και τα νέα της πρόσωπα. Οι παλιοί και τοποθετημένοι ρόλοι, με τις ανάγκες μιας γυναίκας που ωρίμαζε ζυγίζοντας τους άλλους. Τι θέλουν, πως το θέλουν εκείνοι, ο κόσμος έξω από τον κόσμο της. Μεγάλωσε ακούγοντας τις γλώσσες τους. Άγνωστες και γνωστές λέξεις, φράσεις, παροιμίες και παραβολές. Τι θα πει ο κόσμος.
Τι θα πει ο κόσμος για μια γυναίκα που δουλεύει. Μια γυναίκα δεν πρέπει να δουλεύει, ακόμη και αν οι δυσκολίες ρημάξουν το σπίτι της, η δουλειά την ξενίζει, την εξορίζει από από τα παιδιά και τον άντρα της. Μια γυναίκα όταν δουλεύει χαλάει. Βρισκόμαστε ήδη στη δεκατία του 70’ τότε που όλα αλλάζουν αλλα μένουν και ίδια, στην επαρχία του Βόλου. Το σπίτι τους δεν συντηρείται πια από το καικι του Γιωργου και την ψαροσύνη. Ακόμη και αν ο άντρας της δεν το επιτρέπει, τον πείθει πως πρέπει να βγει έξω από το σπίτι και να δουλέψει μόνη. Έιναι ανάγκη λέει. Έτσι και γίνεται. Φοράει το φλοράλ φόρεμα που έραψε η ίδια και κατεβαίνει με το ποδήλατο της στο κέντρο του Βόλου. Πιάνει για πρώτη φορά δουλειά σε ένα καθαριστήριο. Τοποθετεί η ίδια έναν ρόλο στον εαυτό της, ένα παράσημο κρυφό, από την οικογένεια της. Στηρίζει τα πόδια της πάνω σε αυτόν τον ρόλο. Τα χέρια της πιάνουν, το μυαλό της τρέχει. Ποιος της είπε τελικά ότι δεν μπορεί; Μια γυναίκα που εργάζεται και είναι μητέρα όλων. Μεγαλώνει και γίνεται 30, κάνει τα μαλλιά της περμανάντ και δεν φεύγει ποτέ από το σπίτι χωρίς μάσκαρα. Γνωρίζει τον εαυτό της, βλέπει την ίδια στις ματιές των γυναικών στο εργοστάσιο. Εργάζονται όλες μαζί κάτω από κλωστές και βαμβάκι. Χέρια που γαζώνουν, ξηλώνουν και τα βράδια μαγειρεύουν και χαϊδεύουν. Ένας νέος ρυθμός στον οποίο χορεύουν γυναίκες μαζί. Πάνω από τις ραπτομηχανές ακούγονται οι χαρές, οι λύπες τους και τα μυστικά τους. Για λίγες ώρες την ημέρα, επιλέγουν πρώτα για εκείνες. Να ένας ρόλος που τοποθετούν οι ίδιες, ο ρόλος της εργαζόμενης μητέρας. Μπορούν και κρύβουν μαζι με τα μυστικά τους δυο δεκάρες για να είναι ανεξάρτητες. Σε ένα τηλεφώνημα από το νησί ακούγονται κλάματα της μητέρας της, πως η κόρη της ξενοδουλεύει σε ένα εργοστάσιο χαράματα, η Ελένη απαντά για πρώτη φορά πως είναι καλά και το κλείνει. Με δικά της χρήματα, χτίζουν ένα μικρό σπιτάκι. Τα χέρια της πιάνουν περισσότερο από αυτούς που της είπαν πως δεν μπορεί, οι φλέβες έχουν ζωγραφίσει ρυάκια στα πόδια της, αυτά που την παρασύρουν σε κάθε βήμα και την καθιστούν ασταμάτητη. Η πλάτη της βαστάει τον κόσμο της, την οικογένεια της.
Ο ρόλος που της έδωσαν να κρατάει από παιδί, εκείνος της μάνας μάχεται με το παράπονο. Χειρουργείται και χάνει την μήτρα της στα 40. Εκείνο που την όριζε βιολογικά ως μητέρα δεν υπάρχει πια. Πρέπει να ορίσει μόνη της τον εαυτό της. Βρίσκει πια την δύναμη της μόνο από την δουλειά, δουλεύει ασταμάτητα, δουλεύει υπερωρίες, δουλεύει μέχρι τα 69 της χρόνια. Παράλληλα μεγαλώνει και φροντίζει τα παιδιά και τα εγγόνια της, τον άντρα της και τον κόσμο γύρω της. Θυσίασε μια ολόκληρη ζωή για λίγα χαμόγελα και μερικά ευχαριστώ.
Πάνε χρόνια που έχει να δει το νησί της, τα αδέρφια της, τη θάλασσα. Μεγαλώνει και θυμάται, δεν ήταν τα πράγματα έτσι όταν ήταν νέα, βγάζει από το πουγκί της και μετρά λάθη, πάθη και το παράπονο αυτό. Πως τους πήρε όλους αγκαλιά μα δεν βρέθηκε κανείς να την βαστήξει, να της φτιάξει έναν καφέ και να της κρατήσει το χέρι. Μετρά λοιπόν όλα εκείνα που της αναλογούν, που την κάνανε γυναίκα, ρόλους, δύο φο μπιζού, 10 δραχμές και το άδειο μπαούλο. Μου λέει το παράπονο της στο τραπέζι με χαμόγελο και εγώ σημειώνω στο πίσω μερος ενός βιβλίου που γράφει για σπουδαίες γυναίκες. Γράφω γι’αυτά τα παράπονα, τα μυστικά της και σπάω την αλυσίδα. Ανακαλύπτω έτσι τις ρίζες μου, τα κομμάτια που με ορίζουν που όταν κανείς τα ενώνει, λένε πως δημιουργεί ξανα την Παγγαία, την δική του Παγγαία.
ΥΓ. Εχουν περάσει περισσότερα απο 20 χρόνια που η Γιαγιά μου έχει να δεί το νησί της. Αυτή η ιστόρια θα συνεχιστεί εκεί, στη Λέρο.
Η ιστορία της γιαγιάς μου αφιερώνεται στην ίδια, σε όλες τις γυναίκες που με κόπους και παράπονα έθρεψαν τη γενιά μου. Εμείς με την σειρά μας τις εξυψώνουμε, αγγίζουμε τα κομμάτια τους και σχεδιάζουμε ένα μέλλον δυναμικό με αλλυλεγγύη και αγάπη. Σας ευχαριστούμε.
Σε ευχαριστώ Γιαγιά Ελένη, Μαμά.
Ευχαριστώ Αντώνη.
Ευχαριστώ την ομάδα του TEDx AUB για την ευκαιρία, την στήριξη και την έμπνευση.