Συμφωνήθηκε γρήγορα, με υπόσχεση πως τον Ιούλιο θα βρεθούμε μαζί στην Ικαρία. Κι όμως είναι κάτι που δεν συμβαίνει εύκολα σε παρέες πολλών ατόμων. Μέσα Ιουλίου και χωρίς να το καταλάβουμε ήμασταν στο πλοίο για ένα νησί που δεν είχα ονειρευτεί το γαλάζιο του, ούτε είχα βαλθεί να πατήσω τα ξυπόλητα πόδια μου στο χώμα του.
Μου είχαν μιλήσει για θηρία θάλασσες, ανθρώπους που τις δαμάζουν, ζωντανό κόκκινο κρασί, βιολιά και τραγούδια μέχρι να ανατείλει ο ήλιος.
Το πρώτο πρωινό σα να είδα τη θάλασσα απο μακριά μπλεγμένη, αληθινή λευκή δαντέλα, το ορκίζομαι. Και όταν πήγα κοντά ήταν όντως θηρίο, τρομερό πόνταρες πως οι άνθρωποι δεν θα έχουν καταφέρει να την δαμάσουν, κι όμως εκεί τα άφησαν όλα να πλέουν όπως πρέπει. Τις θάλασσες τους, το μπλε τους, το πράσινο. Κατάλαβαν πως μόνο αν πλαγιάσουν δίπλα σε αυτή, με αυτή, θα τους ανταποδώσει την ομορφιά και την καλοσύνη της. Την αφήνουν να αναπνεύσει την φύση, την σέβονται , της δίνουν τον χώρο της, να μην τους βγει σε κακό άλλωστε. Όση δεν το πιστεύουν, η φύση δεν τους την χαρίζει. Αλήθεια μου το έχουν πει.
Εκεί που το πράσινο σταματά, ξεκινούν οι βράχοι, αυτοί βυθίζονται σε ένα μπλε αγριεμένο. Αυτή θα ήταν η πιο λακωνική περιγραφή που θα μπορούσα να γράψω για το νησί αυτό.
Μια αγριαδά τρομερή που τις πρώτες ώρες και ήμερες αναρωτιόμουν το γιατί. Η μόνη εξήγηση που έφτιαξε το μυαλό μου, ήταν μόνο οτι το Ικάριο αυτο πέλαγος μάζευε τα μυστικά όλων και ήταν πάντα μεθυσμένο, τρελό, θεριό, άπιαστο.
Μια αγριαδά που την τρίτη μέρα έλυσα τα μαλλιά μου και κάθισα να την κοιτάω. Χωρίς γιατί, χωρίς τίποτα. Κιθάρες, βιολιά και έναν ήχο της θάλασσας πως να το γράψω με λέξεις για να το καταλάβετε. Σε σηκώνει και σε παίρνει. Γι’αυτό όλοι χορεύουν.
Το κόκκινο κρασί το Ικαριώτικο, βαθύ αίμα. Να γεμίζουν τα ποτήρια και να ακούγονται βιολιά και ποδοβολητά. Τον Ικαριώτικο τον μάθαμε κοντά στην θάλασσα μας τον έδειξε η Αννέζα. Σηκώναμε την άμμο και γελούσαμε, μετρούσαμε τα βήματα δυνατά.
Τα απογεύματα μετά τις θάλασσες καθόμασταν σε ξύλινες καρέκλες με τραπεζάκια που τα χτυπούσε ο ήλιος των 6 και των 7, περιμένοντας το ηλιοβασίλεμα είτε να χωθεί ανάμεσα σε δέντρα είτε να βυθιστεί στο μπλε που έμοιαζε να ηρεμεί, περιμέναμε το σουφικό μας,την καθούρα με το μέλι και ότι άλλο ορκίζονταν ο σερβιτόρος στο “δικό μας”.
Και τo τελευταίο πρωί κοιτώ απο μακρία και βλέπω καλοσύνη. Έτσι την λέει η Γιαγιά μου η Λεριά την ήρεμη θάλασσα. Τους ακούω κατεβαίνουν το μονοπάτι για τον Αρμενιστή, για τελευταία φορά στην άμμο του και η θάλασσα σα να φύλαξε την αγριάδα της για λίγο. Το τελευταίο βράδυ στην Ακαμάτρα για μια μικρή δόση αυτού που μου υποσχέθηκαν όλοι. Ανθρώποι νέοι να χορεύουν μαζί, να ζουν, να πίνουν και να φωνάζουν χωρίς να μετρούν τα βήματα για τον Ικαριώτικο. Τόση ένταση, τόση ενέργεια, τόση νιότη. Την πήρα μαζί μου. Είχε λίγο για τον καθένα μας.
Αυτές ήταν λίγες λέξεις για την Ικαρία. Σε ευχαριστώ.